- βασανίστρια
- βασανίστριαexaminerfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασανιστής — ο (θηλ. βασανίστρια και στρα, η) (AM βασανιστής, ο, θηλ. βασανίστρια, η) [βασανίζω] αυτός που βασανίζει αρχ. 1. αυτός που εξετάζει κάτι λεπτομερώς 2. ο δεσμοφύλακας … Dictionary of Greek
βασανιστής — ο θηλ. βασανίστρια αυτός που υποβάλλει κάποιον σε βασανιστήρια, που τον κακοποιεί: Οι βασανιστές του αθωώθηκαν μετά τη δίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)